του Γεώργιου Αυγερινού
Η επανάσταση στα Σφακιά και το Λουτρό
Τα Σφακιά βρίσκονται στο νοτιοδυτικό άκρο της Κρήτης, νότια από τα Χανιά και αποτελούν ιστορική περιοχή του νησιού καθώς έπαιξαν καταλυτικό ρόλο σε πολλές εξεγέρσεις κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας. Η επαρχία των Σφακίων χαρακτηριζόταν ανέκαθεν από το πολύ ιδιαίτερο τοπίο και την γεωμορφολογία του εδάφους, πράγμα που διαμόρφωσε και τους κάτοικους αλλά και τις συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκαν οι επαναστατικές πράξεις.
Η επαρχία των Σφακίων την προεπαναστατική αλλά και την επαναστατική περίοδο αποτελούνταν από ένα πολύ εσωστρεφές δίκτυο σε χερσαίο επίπεδο, αφού οι επιμέρους οικισμοί στο εσωτερικό της επαρχίας συνδέονταν με δυσπρόσιτους δρόμους και ”καλντερίμια”, ενώ με τους υπόλοιπους τόπους βόρεια της Κρήτης συνδέονταν μέσω μόνο τριών οικισμών, τον Καλλικράτη, την Κράπη και το Ροδάκινο. Αυτό αποτελούσε και το χερσαίο εξωστρεφές δίκτυο της επαρχίας. Σε αντίθεση με το χερσαία δίκτυα που ήταν κατά κύριο λόγο εσωστρεφή, τα θαλάσσια δίκτυα των Σφακιανών επικοινωνούσαν με μεγάλο μέρος της υπόλοιπης Κρήτης αλλά και με μακρινούς τόπους όπως την Μήλο, την Νάξο, την Μάνη, την Αίγυπτο, την Μάλτα, την Τεριέστη αλλά και Οδησσό.
Αυτό το τεράστιο θαλάσσιο δίκτυο που είχαν κατορθώσει να δημιουργήσουν οι Σφακιανοί σε συνάρτηση με την προστασία που τους παρείχαν τα βουνά και την επικινδυνότητα των απόκρημνων φαραγγιών, που έκανε τον ίδιο τον τόπο να λειτουργεί ως τρομερό φυσικό οχυρωματικό έργο, κατάφερναν να εξελιχθούν και σε επίπεδο οικονομίας αλλά και σε επίπεδο πληροφοριών. Οι Σφακιανοί είτε ήταν βοσκοί είτε ήταν πειρατές, ή και τα δύο, εκ των πραγμάτων σκληραγωγούνταν κατά τη διάρκεια της ζωής τους και γεύονταν κάτω από αυτές τις συνθήκες την αίσθηση της ελευθερίας. Αυτό ήταν, μεταξύ άλλων παραγόντων, που τους έδωσε και την παρόρμηση να εξεγερθούν μόνο με τις περιορισμένες δικές τους δυνάμεις και να αμφισβητήσουν την πανίσχυρη οθωμανική εξουσία της Κρήτης.
Στις αρχές του 1770, βρέθηκε στην Τεργέστη, ο Ιωάννης Βλάχος ακροατής του ναυάρχου κόμη Αλεξέι Γκριγκόροβιτς Ορλόφ. πείστηκε ότι η Ρωσία ενδιαφερόταν για την Ελλάδα. Φόρτωσε ένα καράβι όπλα και πυρομαχικά και επέστρεψε στα Σφακιά. Προσκάλεσε τους προκρίτους κι οπλαρχηγούς σε σύσκεψη όπου τους ανακοίνωσε ότι επέρχεται το τέλος της τουρκικής παρουσίας στο νησί. Τους επέδειξε επιστολές από τη Μάνη που μιλούσαν για συντονισμένη ενέργεια και τους κάλεσε να πάρουν τα όπλα. Η επανάσταση άρχισε, μα οι συμμαχικές δυνάμεις δεν εμφανίστηκαν ποτέ και έτσι μετά από χρονοβόρες μάχες ο Δασκαλογιάννης νικήθηκε και η επανάσταση έληξε.
Η επανάσταση του Ιωάννη Βλάχου, άφησε τα Σφακιά σε μία τέτοια κοινοτική και οικονομική κατάσταση, που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι μετά από 50 χρόνια, οι Σφακιανοί θα επιχειρούσαν να επαναστήσουν ξανά. Ωστόσο, η διασπορά των Σφακιανών μετά το 1771, είχε σαν αποτέλεσμα να έχουν οι ίδιοι αυτή τη φορά καλύτερες διασυνδέσεις και να μυηθούν ορισμένοι από αυτούς και στη Φιλική Εταιρία, όπως οι πλοιοκτήτες Παναγιώτη Ψαρουδάκη, Ανδρέα Φασούλη τους Δαιμονάκηδες(φυγάδες του 1770 στην Μολδοβλαχία). Παρά τη μεγάλη καταστροφή και διασπορά μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, οι Σφακιανοί όταν πληροφορήθηκαν για την επανάσταση στις Παραδουνάβιες περιοχές και στην νότια ηπειρωτική Ελλάδα, λίγες μέρες αργότερα εξαιτίας της απόστασης της Κρήτης με τον ελλαδικό κορμό και συγκεκριμένα στις 7 Απριλίου του 1821, αποφάσισαν οι σημαίνοντες άνδρες των Σφακιανών στα Γλυκά Νερά να κάνουν ένα νέο παγκρήτιο κάλεσμα με άκρα μυστικότητα, για μία επικείμενη γενικευμένη επανάσταση. Στις 15 του ίδιου μήνα, στο Λουτρό ορίστηκε η Καγκελαρία των Σφακίων, ως η ανώτατη στρατιωτική και πολιτική αρχή. Τέλος, στις 29 Μαΐου στη Θυμιανή Παναγιά, αφού συγκεντρώθηκαν επαναστάτες από αρκετά μέρη της Κρήτης, κυρήχθηκε επίσημα, μέσα σε πανηγυρικό κλίμα, η επανάσταση. Η αποτελεσματικότητα της επαναστατικής επιτροπής φάνηκε από τις πρώτες κιόλας μέρες της επανάστασης, καθώς εκτός από το καθαρά στρατιωτικό επιχειρησιακό κομμάτι, οι Σφακιανοί έχοντας ως ορμητήριο την επαρχία τους, διεξήγαγαν αποστολές διάσωσης των αμάχων σε όλη την Κρήτη, τους οποίους και περιέθαλπταν στα Σφακιά. Παράλληλα, επικοινωνούσαν μέσω θαλάσσης με διάφορες επαναστατικές εστίες στον ελλαδικό χώρο, ενώ τα πλοία τους έφταναν μέχρι και τη Μάλτα, προκειμένου να προμηθευτούν πολεμοφόδια.
Τον Μάιο του 1866, περίπου 4.000 Κρητικοί μαζεύτηκαν στα Περιβόλια, κοντά στα Χανιά, και ζήτησαν να εφαρμοστούν οι όροι της συνθήκης. Οι Τούρκοι αρνήθηκαν. Η επαναστατική συνέλευση στις 21 Αυγούστου από το Ασκύφου Σφακίων, για μια ακόμη φορά, κάλεσε τον Κρητικό λαό σε ένοπλη δράση. Μοναδικός σκοπός της επανάστασης ήταν η ένωση με την Ελλάδα. Ο αγώνας άντεξε ως το 1869 και καθαγιάστηκε με τη θυσία στο Αρκάδι, στις 9 Νοεμβρίου 1866.
Μετά το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, ο ακόμα διοικητής της Κρήτης Μουσταφά πασάς θέλησε να πατήσει τα Σφακιά, όπου φιλοξενούνταν 25.000 γυναικόπαιδα. Με στρατό 15.000 ανδρών (κατ’ άλλους, 30.000) κινήθηκε από τα Χανιά προς το Σέλινο. Μπροστά στον μεγάλο αριθμό των Τούρκων, οι Σφακιανοί υποχώρησαν προς τον Κουστογέρακα. Ο Μουσταφά τους ζήτησε να σταλούν από κάθε χωριό τρεις δημογέροντες για να του δηλώσουν υποταγή. Οι Σφακιανοί αρνήθηκαν. Ο στρατός του πασά επιβιβάστηκε σε πλοία και, στις 3 Ιανουαρίου (1867), αποβιβάστηκε στην περιοχή και στρατοπέδευσε στους Κομητάδες και στον Εμπρός Γιαλό (Χώρα Σφακίων).
Μια πρώτη μάχη έγινε στις 8 Ιανουαρίου στην Αγία Ρούμελη. Στη συνέχεια, ο Μουσταφά προτίμησε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις. Παράλληλα, στις 14 Ιανουαρίου, έστειλε 2.500 άνδρες προς το Ασκύφου. Βρήκαν Σφακιανούς κι Αποκορωνιώτες να τους περιμένουν στο πέρασμα του Κατρέ κι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Την ίδια μέρα (14 Ιανουαρίου), οι διαπραγματεύσεις έληξαν με συμβιβασμό. Ο Μουσταφά είχε απαιτήσει από τους Σφακιανούς να του παραδώσουν καταλόγους με τους «φιλήσυχους» και τους «αντάρτες» της περιοχής και αναγνώριζε τα προνόμιά τους. Εκείνοι του είχαν παραδώσει κατάλογο «φιλήσυχων» με τα ονόματα όλων των κατοίκων και «ανταρτών» με ονόματα νεκρών.
Κατά την διάρκεια της έρευνας, προσπαθώντας να αποσαφηνίσω τους λόγους που μία επαρχία πρωταγωνιστούσε καθ’ όλη την διάρκεια της Οθωμανικής κατοχής με εξεγέρσεις και πνεύμα ελευθερίας, κατέληξα στο συμπέρασμα πως η φράση του Φερνάρντ Μπρωντέλ ”τα βουνά προηγούνται” (αναφερόμενος στα βουνά της Μεσογείου) θα μπορούσε να περιγράφει την άρρηκτη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον στο οποίο κατοικεί. Στην περίπτωση των Σφακίων, εκτός του ρόλου που έπαιξαν τα βουνά και τα φαράγγια ως ιδανικό πεδίο μάχης για κάποιον που το γνωρίζει καλά, διαμόρφωσαν και τον άνθρωπο τον Σφακίων με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Με αυτά τα δεδομένα στην εργασία προσπάθησα να καταγράψω τα παλίμψηστα των δικτύων που δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια των επαναστατικών χρόνων ταυτόχρονα με την εξέλιξη του ανθρώπου. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι το τοπίο παραμένει κατά πολύ αναλλοίωτο στην πάροδο του χρόνου καταγράφοντας πάνω του όλες τις φάσεις της ιστορίας, και ταυτόχρονα να αναγκάζει τον άνθρωπο που το κατοικεί να μην αφήνει τα βασικά χαρακτηριστικά που τον διακατείχαν να αλλοιωθούν.
The revolution in Sfakia and loutro
by George Avgerinou
Sfakia is located at the southwestern tip of Crete, south of Chania, and is a historical area of the island as it played a catalytic role in many uprisings during the Turkish occupation. The province of Sfakia has always been characterized by the very special landscape and geomorphology of the soil, which shaped both the inhabitants and the conditions under which the revolutionary acts took place.
The province of Sfakia in the pre-revolutionary and revolutionary period consisted of a very introverted network on land, since the individual settlements within the province were connected by inaccessible roads and “cobbled streets”, while the rest of the north of Crete was connected by only three settlements, Kallikratis, Krapi and Rodakino. This was also the land extroverted network of the province. In contrast to the land networks that were mainly introverted, the maritime networks of Sfakia communicated with much of the rest of Crete but also with distant places such as Milos, Naxos, Mani, Egypt, Malta, Trieste and Odessa.
This huge sea network that the people of Sfakia had managed to create, in connection with the protection provided by the mountains and the danger of the steep gorges, which made the place itself function as a confoundedly natural fortification project, people of sfakia had managed to develop economically, but also in terms of information. Sfakians, whether they were shepherds or pirates, or both, were hardened during their lifetime and enjoyed the feeling of freedom because of these conditions. This was, among other factors, what gave them the impetus to revolt only with their own limited forces and to challenge the mighty Ottoman rule of Crete.
In the early 1770s, John Vlachos, a listener of Admiral Count Alexei Grigorovich Orloff, was found in Trieste, was convinced that Russia was interested in Greece. He loaded a ship with weapons and ammunition and returned to Sfakia. He invited the nobles and chiefs to a meeting where he announced that the end of the Turkish presence on the island is coming. He showed them letters from Mani talking about coordinated action and called on them to take up arms. The revolution began, but the allied forces never appeared and so after time-consuming battles Daskalogiannis was defeated and the revolution ended.
The revolution of Ioannis Vlachos left Sfakia in such a social and economic situation that one could hardly believe that after 50 years, the people of Sfakia would try to revolt again. However, the dispersal of the Sfakians after 1771, had as a result to have better connections themselves this time and to initiate some of them in the Friendly Society, such as the shipowners Panagiotis Psaroudakis, Andreas Fasoulis the Demonakides (fugitives of 1770 in Moldavia). Despite the great destruction and dispersal after the revolution of Daskalogiannis, the Sfakians when they were informed about the revolution in the Danube regions and in southern mainland Greece, a few days later due to the distance of Crete with the Greek trunk and specifically on April 7, 1821, the important men of Sfakia decided to make a new call that conserned all the Crete in Glyka Nera with extreme secrecy, for an impending generalized revolution. On the 15th of the same month, the Chancellery of Sfakia was appointed as the highest military and political authority in Loutro. Finally, on May 29 in Thymiani Panagia, after revolutionaries gathered from several parts of Crete, the revolution was officially declared, in a festive atmosphere. The effectiveness of the revolutionary committee was evident from the very first days of the revolution, as apart from the purely military operational part, the people of Sfakia, having as their base their province, carried out rescue missions of the civilians throughout Crete, whom they treated in Sfakia. At the same time, they communicated by sea with various revolutionary centers in Greece, while their ships reached as far as Malta, in order to procure ammunition.
In May 1866, about 4,000 Cretans gathered in Perivolia, near Chania, and demanded that the terms of the treaty be implemented. The Turks refused. The revolutionary assembly on August 21st from Askifou Sfakion, once again, called on the Cretan people to take armed action. The only purpose of the revolution was the union with Greece. The struggle lasted until 1869 and was consecrated with the sacrifice in Arkadi, on November 9, 1866.
After the holocaust of Arkadi, the still governor of Crete, Mustafa Pasha, wanted to dominate in Sfakia, where 25,000 women and children were staying. With an army of 15,000 men (according to others, 30,000) he moved from Chania to Selino. In front of the large number of Turks, the Sfakians retreated to Koustogerakas. Mustafa asked them to send three elders from each village to submit to him. The Sfakians refused. The pasha’s army boarded ships and, on January 3 (1867), landed in the area and encamped at Komitades and Empros Gialos (Chora Sfakion).
A first battle took place on January 8 in Agia Roumeli. Mustafa then opted to start negotiations. At the same time, on January 14, he sent 2,500 men to Askifou. They found Sfakians and Apokoronians waiting for them at the passage of Katre and were forced to retreat. On the same day (January 14th), the negotiations ended in a compromise. Mustafa had demanded that the Sfakians hand him lists of the “peaceful” and “rebels” in the area and acknowledged their privileges. They had given him a list of “peacekeepers” with the names of all the inhabitants and “guerrillas” with the names of the dead.
During the research, trying to clarify the reasons why a province played a leading role during the Ottoman occupation with uprisings and a spirit of freedom, I came to the conclusion that Fernand Braudel’s phrase “The earth is like our own skin, fated to carry the scars of ancient wounds”, could describe the inseparable relationship of man with the natural environment in which he lives. In the case of Sfakia, apart from the role played by the mountains and the gorges as an ideal battlefield for someone who knows it well, they also shaped the man Sfakia with his special characteristics. With this data in the work, I tried to record the palimpsests of the networks that were created during the revolutionary years simultaneously with the evolution of the Sfakia human. It is interesting that the landscape remains very unchanged over time, recording on it all the phases of history, and at the same time forcing the person who inhabits it to keep the basic characteristics that he possessed.
Γεώργιος Μιχαήλ Αυγερινού
Ο Γιώργος Αυγερινού γεννήθηκε το 1993 στην Ρόδο, σήμερα είναι τελειόφοιτος αρχιτεκτονικής στο Πολυτεχνείο Κρήτης. Είχε εργαστεί σε αρχιτεκτονικά γραφεία στην Αθήνα αλλά και στην Ρόδο, όπου συμμετείχε σε διάφορα στάδια της αρχιτεκτονικής μελέτης, καθώς επίσης και σε μεγάλης κλίμακας αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Έχει συμμετάσχει σε διάφορα workshops και εκθέσεις στα Χανιά και στην Αθήνα. Η διπλωματική του εργασία αφορούσε στην έννοια της κατοίκησης ανάμεσα στα θραύσματα μίας βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, αναζητώντας τον τρόπο που η ιδιαιτερότητα της ταυτότητας μίας περιοχής προσδιορίζει τις σχέσεις που αναπτύσσονται εντός της αλλά και περιβάλλοντα αστικό ιστό.
George Michail Avgerinou
George Avgerinou was born in 1993 in Rhodes, today he is a graduate student of architecture at the Technical University of Crete. He had worked in architectural offices in Athens and in Rhodes, where he participated in various stages of architectural study, as well as in large-scale architectural competitions. He has participated in various workshops and exhibitions in Chania and Athens. His Thesis project was concerned the concept of living among the fragments of an industrial architecture, looking for the way in which the uniqueness of an area’s identity determines the relationships that develop within it and in the surrounding urban fabric.