της Εύας Παπαδουράκη

Η επανάσταση στην Χαλκιδική́. Το ολοκαύτωμα της Κασσάνδρας. Ο Εμμανουήλ Παπάς και ο Καπετάν Χάψας

Η επανάσταση στην Χαλκιδική κηρύχθηκε στις Καρυές του Αγίου Όρους στις 17 Μαΐου 1821, μετά από την απώθηση των Οθωμανικών δυνάμεων στον Πολύγυρο, κι έληξε με την παράδοση του Αγίου Όρους τον Ιανουάριο του 1822. Βασικοί πρωταγωνιστές ήταν ο Εμμανουήλ Παπάς, από την Δοβίστα Σερρών, που ανακηρύχθηκε αρχηγός της επανάστασης και υπερασπιστής της Μακεδονίας, καθώς και ο καπετάν Χάψας από το Παζαράκι της Κασσάνδρας.

Ο Εμμανουήλ Παπάς ήταν ένας πλούσιος έμπορος που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819, όταν είχε διαφύγει στην Κωνσταντινούπολη για να προστατεύσει την οικογένεια του από τις απειλές του Γιουσούφ μπέη, διοικητή των Σερρών. Παρ’ όλο την ελλιπή στρατιωτική του πείρα, ανέλαβε σημαντικές ευθύνες, διέθεσε την περιούσια του στον αγώνα και υπήρξε ηγετική μορφή της επανάστασης. Ήταν εκείνος που μαζί με μοναχούς από το Άγ. Όρος κατέλαβαν κι απελευθέρωσαν την Ιερισσό και τα Μαδεμοχώρια. Η πορεία τους ανακόπηκε με τη μάχη στα στενά της Ρεντίνας (Μακεδονικά Τέμπη) από τον Μπαϊράμ Πασά, που τους οδήγησε σε οπισθοχώρηση προς το Άγιον Όρος. Στη συνέχεια αναχώρησε για την Κασσάνδρα και οχύρωσε τη διώρυγα της Ποτίδαιας, ένα άλλο μέρος όπου διαδραματίστηκαν σημαντικές συγκρούσεις με τους Οθωμανούς. Όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν και πυρπόλησαν τη χερσόνησο, διέφυγε στο Άγ. Όρος και προσπάθησε να ξανά οργανώσει την επανάσταση αλλά βρήκε αντίσταση από τους μοναχούς οπότε και αποφάσισε να μετακινηθεί στην Πελοπόννησο και να συνασπιστεί με τους εκεί αγωνιστές. Ο θάνατος τον πρόλαβε στο πλοίο.

Η μορφή του καπετάν Χάψα (που το όνομα του ήταν Κάψας και μετονομάστηκε σε Χάψας < χάφτω = τρώω, λόγω της ανδρείας με την οποία πολεμούσε τους Οθωμανούς), συνδέθηκε με την πολύνεκρη μάχη στα Βασιλικά τον Ιούνιο του 1821. Είχε προηγηθεί η συμβολή του ίδιου και 200 περίπου αγωνιστών στην εξέγερση της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας και των Χασικοχωρίων. Όταν έφθασαν στα Βασιλικά, κατάφεραν να απωθήσουν τους Οθωμανούς μέχρι τις Σέδες. Τότε, ο Μπαϊράμ Πασάς, αφού είχε ήδη αντιμετωπίσει το σώμα του Εμμανουήλ Παπά στη μάχη στα στενά της Ρεντίνας, κατέφθασε με μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη (γύρω στους 30.000 στρατιώτες) και τους εξόντωσε. Η αυτοθυσία του καπετάν Χάψα και των συναγωνιστών του έξω από τα Βασιλικά, που όρμησαν σε μια άνιση και προκαθορισμένα χαμένη μάχη, σε μια προσπάθεια να απομακρυνθεί ο άμαχος πληθυσμός σε πιο ασφαλείς περιοχές, είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σταθμούς της επανάστασης.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης τα αντίποινα από τους Οθωμανούς ήταν σκληρά με αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή πολλών χωριών (μονάχα στην κεντρική Χαλκιδική αναφέρονται 42 κατεστραμμένα χωριά) και την πυρπόληση σημαντικών κέντρων, με αποκορύφωμα το ολοκαύτωμα της Κασσάνδρας το φθινόπωρο του 1821. Πολλοί κάτοικοι έχασαν τις ζωές του, αιχμαλωτίστηκαν και βασανίστηκαν, ενώ όσοι κατάφεραν διέφυγαν προς τα παράλια της Πιερίας, το Άγ. Όρος, τις Σποράδες, τα νησιά του βορείου Αιγαίου και την Εύβοια. Τα περισσότερα χωριά ερημώθηκαν και περιοχές που μέχρι τότε άνθιζαν οικονομικά, όπως τα Χασικοχώρια και τα Μαδεμοχώρια, που εμπορεύονταν αγροτικά προϊόντα και ορυκτά αντίστοιχα, καταστράφηκαν κι εγκαταλείφθηκαν, για να ξανακατοικηθούν μετά από αρκετά χρόνια.

Παρ’ όλο που η επανάσταση της Χαλκιδικής δεν είναι ευρέως γνωστή, είχε σημαντικό ρόλο στην εδραίωση της επανάστασης στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι Έλληνες του βορρά, παρά τη μικρή αριθμητική τους δύναμη και τις διαρκείς ελλείψεις σε πολεμοφόδια, απασχόλησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις Οθωμανικές δυνάμεις, εξασθενώντας τις και προσφέροντας χρόνο στον ελληνικό νότο. Η Χαλκιδική ουσιαστικά μπορεί να αντιμετωπιστεί ως ένα συμβολικό οχυρό της επανάστασης στην νότια Ελλάδα. Ταυτόχρονα, διαθέτει γεωμορφολογικές και τεχνητές οχυρώσεις. Το ίδιο το Άγιο Όρος μπορεί να θεωρηθεί μια φυσική οχυρή περιοχή λόγω των γεωμορφολογικών του χαρακτηριστικών, όπως και τα στενά της Ρεντίνας και η διώρυγα της Ποτίδαιας, όπου διαδραματίστηκαν δύο από τις μεγαλύτερες μάχες κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Η επανάσταση στη Χαλκιδική, με τους ήρωες, τις μεγάλες αιματηρές μάχες και τα συνεπακόλουθα αντίποινα είναι μια κρυμμένη ιστορία της ελληνικής επανάστασης του 1821. Αν και αφανής, έδρασε όπως οι καρίνες των πλοίων, δρώντας εξισορροπητικά για τους υπόλοιπους αγώνες.

The Greek Revolution in Chalkidiki. The holocaust of Kassandra. Emmanouil Papas and Captain Hapsas

The greek revolution in Chalkidiki was declared in Karies, in Agion Oros, on 17th May 1821, after the Ottomans’ defeat by the citizens of Poligiros. It ended on January 1822 after the surrender of Agion Oros. Main characters were Emmanouil Papas, from Dobista, a village near Serres, and Captain Hapsas from Pazaraki, Kassandra.

Emmanouil Papas was a rich merchant, who participated in the “Filiki Eteria” (Society of Friends) in 1819, while he was hiding in Constantinople. Even though his lack of military knowledge, he took responsibility of important tasks, he gave his whole fortune for the battles’ needs and he became the main leader of the revolution. He and the monks of Agion Oros liberated Ierissos and Mademochoria. They fought and lost to the Ottomans in Redina and went back to Agion Oros. After that, Emmanouil Papas moved to Kassandra, where he fortified Potidaia’s canal. When Ottomans took over and burned Kassandra, he escaped to Agion Oros where he tried to reorganise the revolution but monks refused to cooperate, so he moved to Peloponnisos. He died on the journey.

Captain Hapsas [who took his name from the Greek word hapto (χάπτω) = to eat, because of his bravery against Ottomans] participated in the deadly battle in Vasilika, on June 1821. Before this battle he and 200 more rebels liberated Kassandra, Sithonia and Hasikochoria. When they finally arrived in Vasilika, Bayram Pasha, after his win against Emmanouil Papas in Redina, defeated them with a military force of almost 30.000 soldiers. Captain Hapsas and the rebels sacrificed themselves in an unequal battle trying to rescue the unarmed population, in one of the most important and moving moments of the revolution.

Throughout the revolution, the Ottomans’ countermeasures were rough and lead to the destruction of many villages (in central Chalkidiki at least 42 villages were destroyed) and the immolation of important areas. Kassandra’s holocaust, in autumn 1821, was the final element of this aggressiveness. Many civilians lost their lives or were tortured, while those who managed to escape moved to Pieria, Ag. Oros, Sporades, Evoia and to the north islands of the Aegean Sea. Many villages were abandoned and important commerce areas like Hasikochoria and Mademochoria, were destroyed.

Even though the revolution in Chalkidiki is not widely known, it had a huge impact on the Greek revolution. The Greeks of the north, despite their small numerical strength and constant shortages of ammunition, occupied Ottoman forces for a long time, weakening them and offering time to the Greek south. Chalkidiki can actually be seen as a symbolic fortress of the revolution in southern Greece. At the same time, it has geomorphological and artificial fortifications. Mount Athos itself can be considered a natural fortress due to its geomorphological features, as well as the Straits of Rentina and the Potidea Canal, where two of the greatest battles took place during the revolution. The revolution in Chalkidiki, with the heroes, the bloody battles and the consequent retaliation is a hidden history of the Greek revolution of 1821. Although invisible, it acted like the hulls of a ship, acting as a balance for the rest of the fights.

Εύα Παπαδουράκη

Η Εύα Παπαδουράκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο και αποφοίτησε από την αρχιτεκτονική σχολή του Βόλου. Θεωρεί τον εαυτό της μέλος μιας ευρύτερης δημιουργικής ομάδας, τους Μωβ Ελέφαντες. Οι ατομικές και συλλογικές αναζητήσεις περιστρέφονται γύρω από τις έννοιες της εμπειρικής έρευνας, της καταγραφής και της σεναριακής αφήγησης.

Eva Papadouraki

Eva Papadouraki was born in Heraklion and graduated from the Department of Architecture of the University of Thessaly, in Volos. She considers herself part of a greater creative group, Purple Elephants. Both in her personal and collective researches emphasis is given to empirical studies, documentation and conceptual narratives.